- τραπεζοειδής, -ής
- -ές γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που έχει σχήμα τραπεζιού ή τραπεζίου: Τραπεζοειδές ύψωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τραπεζοειδής — trapezium shaped masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζοειδής — ές, ΝΜΑ όμοιος με τράπεζα ή με τραπέζιο νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τραπεζοειδή (παλαιοντ.) απολιθωμένη υφομοταξία ανθοζώων, κοιλεντεροζώων, αποικιακά κοράλλια, τής οποίας οι εκπρόσωποι έζησαν από το ορδοβίσιο ώς το μέσο ιουρασικό 2. φρ … Dictionary of Greek
τραπεζοειδῆ — τραπεζοειδής trapezium shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τραπεζοειδής trapezium shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τραπεζοειδής trapezium shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζοειδεῖ — τραπεζοειδής trapezium shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τραπεζοειδής trapezium shaped masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζοειδεῖς — τραπεζοειδής trapezium shaped masc/fem acc pl τραπεζοειδής trapezium shaped masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραπεζοειδές — τραπεζοειδής trapezium shaped masc/fem voc sg τραπεζοειδής trapezium shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
Σίβυλλα — I Βασίλισσα της Ιερουσαλήμ. Έζησε το 12o αι. μ.Χ. Κόρη του βασιλιά της Ιερουσαλήμ Αμαλάριχου A’, παντρεύτηκε αρχικά το Γουλιέλμο Μομφερατικό, μετά το θάνατο του οποίου, παντρεύτηκε το δυνάστη Γουίδονα Λουζινιάν της Κύπρου, τον οποίο ανακήρυξε… … Dictionary of Greek
ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… … Dictionary of Greek